- γριγρί
- το(λ. τουρκ.), άκλ., αλιευτικό πλοιάριο με πυροφάνι στην πλώρη: Βγήκαν τα γριγρί μόλις έπεσε η νύχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γριγρί — το αλιευτικό συγκρότημα που αποτελείται από ένα μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος (τρεχαντήρι) και τουλάχιστον ένα δεύτερο βοηθητικό, το οποίο ρυμουλκείται από το πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gir gir] … Dictionary of Greek